- κέντισμα
- το [κεντίζω]1. κέντημα, διαποίκιλση υφάσματος με νήματα και με τη βοήθεια βελόνας2. κέντρισμα, νύξη με κεντρί ή με οξύ αιχμηρό όργανο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νύξη — η 1. νυγμός, κέντισμα, κεντιά, τσίμπημα. 2. μτφ., υπαινιγμός, υπονοούμενο: Δεν του έκανα καμιά νύξη για το θέμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)